Οδύσσεια (λ 271-280):
Του Οιδίποδα τη μάνα αντίκρισα, την όμορφη Επικάστη,
φριχτές δουλειές που αποδυνάστηκεν ανήξερη, το γιο της
να πάρει γι’ άντρα∙ τον πατέρα του σκοτώνοντας εκείνος
την πήρε ταίρι, μα ως οι αθάνατοι μεμιάς τα ξεσκέπασαν
στον κόσμο όλο, εκείνος έμεινε να τυραννιέται ρήγας
στη Θήβα, τι θεών ανέσπλαχνη βουλή τον κυβερνούσε.
Κι αυτή σκοινί ψηλά απ’ της κάμαρας κρεμώντας το δοκάρι
στου Άδη τα σπίτια κάτω εδιάβηκε, του ανήλεου θυροκράτη,
απ’ τον καημό της, πίσω αφήνοντας εκείνον σε τυράννια
δίχως σωμό, που από της μάνας του τις Ερινύες τραβούσε.
Αν η μοίρα του μας συγκινεί, είναι επειδή θα μπορούσε να ήταν και δική μας μοίρα, επειδή το μαντείο έχει επιτάξει πριν από τη γέννησή μας την ίδια κατάρα για μας όπως γι' αυτόν. Για όλους μας ίσως η μοίρα έχει ορίσει να στρέψουμε την πρώτη σεξουαλική μας παρόρμηση προς την μητέρα. Μας πείθουν γι' αυτό τα όνειρα μας.
Η Ψυχανάλυση
Σοφοκλής
Αν και ιδιαίτερα ευσεβής στη ζωή του ο Σοφοκλής, πράγμα που επηρεάζει τα έργα του, δίνει μεγαλύτερο βάρος στην ανθρώπινη στάση έναντι αυτής των θεών, παρότι το πεπρωμένο των ανθρώπων είναι αναπόδραστα προδιαγεγραμμένο από τις βουλές των θεών, οι οποίες δεν είναι όμως πια αυθαίρετες και τυχαίες, όπως σε παλαιότερους τραγικούς, αλλά σκόπιμες και μελετημένες.O Οιδίπους αντιπροσωπεύει δύο διαρκή θέματα του ελληνικού μύθου και δράματος: την ατελή φύση της ανθρωπότητας και της αδυναμίας του ατόμου να αντιμετωπίσει την πορεία του πεπρωμένου που οδηγεί σε μια σκληρή τυχη για ολόκληρο τον κόσμο.
Αναλύοντας το μύθο του Οιδίποδα κάτω από μια διαφορετική οπτική θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε τα εξής : ο Λάιος, ο πατέρας του, εμφανίζεται καταρχήν θύτης, παραδομένος στα πάθη του. Κυριαρχούμενος από τη δύναμη των ενορμήσεων του γίνεται ο εισηγητής της παιδεραστίας σχετιζόμενος με τον Χρύσιππο, και γι’ αυτή του την πράξη τον βαραίνει κατάρα. Επίσης προϋπάρχει ο δικός του φόβος ευνουχισμού και αφανισμού από τον γιο του, γεγονός που τον οδηγεί στο να επιχειρήσει να θανατώσει τον νεογέννητο Οιδίποδα. Υπό αυτό το πρίσμα, ο Λάιος είναι ένας αρχαϊκός, ασύδοτος και διωκτικός πατέρας.
Μια άλλη διάσταση του μύθου αφορά τα εξής : "η αναζήτηση της επίγνωσης ήταν πάντα παράλληλη με την ευλογία της άγνοιας". Αυτό αντανακλάται στην ταλαιπωρία του Οιδίποδα μεταξύ του γνωρίζω – δεν γνωρίζω, μια αμφιταλάντευση η οποία παραπέμπει στην αμφιθυμία του θεραπευόμενου μεταξύ γνώσης και αντίστασης σ’ αυτή. Η σύζευξη του ότι ο Οιδίποδας αντιπροσωπεύει ταυτόχρονα τον μωρότερο και τον εξυπνότερο άνθρωπο, σηματοδοτείται στην επίλυση του αινίγματος της Σφίγγας, το "γνώθι σ’ αυτόν", που σημαίνει ότι "είσαι άνθρωπος". Ο Οιδίποδας λοιπόν επιλύει μεν το αίνιγμα της ανθρώπινης ύπαρξης, δηλαδή αποδέχεται τον ανθρώπινο περιορισμό, αλλά φαίνεται ότι αυτή η γνώση δεν είναι αφομοιωμένη για τον ίδιο του τον εαυτό. Μη έχοντας εσωτερικεύσει αυτή τη γνώση, είναι καταδικασμένος να υπόκειται στη μοίρα και στο αναπόφευκτο.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ
I. Ο μύθος του Οιδίποδα στην αρχαιοελληνική παράδοση
Ο μύθος του Οιδίποδα αναφέρεται ήδη στα ομηρικά έπη, που ακολουθούν ίσως παλαιότερες παραδόσεις άγνωστων επικών ποιητών.
Στην Οδύσσειa, στη ραψωδία λ ο Οδυσσεύς βλέπει την ωραία Επικάστη, που αργότερα ονομάσθηκε Ιοκάστη, μητέρα του Οιδίποδα, με την τραγική της μοίρα:
«Είδα του Οιδίποδα τη μάνα, την όμορφη Επικάστη,
που έκανε πράξη ανήκουστη, δίχως ο νους της να το ξέρει,
σμίγοντας με τον ίδιο της το γιο και εκείνος τον πατέρα του
που έκανε πράξη ανήκουστη, δίχως ο νους της να το ξέρει,
σμίγοντας με τον ίδιο της το γιο και εκείνος τον πατέρα του
σκοτώνοντας
την πήρε (γῆμε)· αμέσως όμως οι θεοί
φανέρωσαν τα ανόσια έργα, και ο κόσμος βούϊξε.
Παρ’ όλα αυτά εκείνος ξέμεινε στη λατρευτή του Θήβα,
συφοριασμένος των Καδμείων βασιλιάς, δέσμιος
της φρικτής βουλής των αθανάτων.
Εκείνη όμως πέρασε στον Άδη, άσπλαχνο φύλακα
στις κάτω πύλες, αφού πρώτα σε μια θηλιά κρεμάστηκε,
δένοντας το μακρύ σχοινί απ’ την ψηλή οροφή της κάμαρής της
η απελπισία την έπνιξε (ᾧ ἄχεϊ σχομένη).
Άφησε ωστόσο και σ’ εκείνον κληρονομιά πόνους πολλούς,
όσοι απαιτούν να πέσουν πάνω τους οι Ερινύες της μητέρας».
φανέρωσαν τα ανόσια έργα, και ο κόσμος βούϊξε.
Παρ’ όλα αυτά εκείνος ξέμεινε στη λατρευτή του Θήβα,
συφοριασμένος των Καδμείων βασιλιάς, δέσμιος
της φρικτής βουλής των αθανάτων.
Εκείνη όμως πέρασε στον Άδη, άσπλαχνο φύλακα
στις κάτω πύλες, αφού πρώτα σε μια θηλιά κρεμάστηκε,
δένοντας το μακρύ σχοινί απ’ την ψηλή οροφή της κάμαρής της
η απελπισία την έπνιξε (ᾧ ἄχεϊ σχομένη).
Άφησε ωστόσο και σ’ εκείνον κληρονομιά πόνους πολλούς,
όσοι απαιτούν να πέσουν πάνω τους οι Ερινύες της μητέρας».
Ο μύθος του Οιδίποδα στον Σοφοκλή
Ο πανίσχυρος βασιλιάς (κράτιστος πᾶσιν) της Θήβας Λάιος, γιος του Λάβδακου, έλαβε κάποτε χρησμό από το θεό Απόλλωνα ότι θα φονευόταν από το παιδί που θα αποκτούσε από τη σύζυγό του Ιοκάστη.
Όταν αργότερα η Ιοκάστη, παρά τη θεϊκή προειδοποίηση γέννησε ένα αγόρι, ο Λάιος τρομαγμένος και για να αποφύγει την απειλή του δελφικού χρησμού, το παρέδωσε σ’ ένα πιστό του δούλο-βοσκό, –αφού πρώτα τρύπησε και έδεσε τους αστραγάλους του–, με την εντολή να αφήσει το νεογέννητο έκθετο στον άγριο Κιθαιρώνα.
Ο βοσκός που θα εκτελούσε την εντολή, λυπήθηκε το νήπιο και το έδωσε σ' έναν άλλο βοσκό από την Κόρινθο, ο οποίος το έδωσε στον κύριό του Πόλυβο, βασιλιά της Κορίνθου. Ο Πόλυβος και η σύζυγός του Μερόπη, που δεν είχαν παιδιά, το υιοθέτησαν με χαρά και το ονόμασαν Οιδίποδα (οἰδέω + πούς), εξαιτίας των πρησμένων ποδιών του.
Όταν μεγάλωσε ο Οιδίπους, μια μέρα, σε κάποιο συμπόσιο, αποκλήθηκε υβριστικά από έναν ομοτράπεζο του νόθος· επειδή ο Πόλυβος και η Μερόπη δεν κατόρθωσαν να δώσουν ικανοποιητικές εξηγήσεις, όταν ερωτήθηκαν από τον προσβληθέντα Οιδίποδα, κατευθύνθηκε ο ίδιος στους Δελφούς για να μάθει ποιοι ήταν οι γονείς του. Η απάντηση της Πυθίας ήταν ρητή: να μην επιστρέψει πια στην πατρίδα του, γιατί, αν γύριζε, θα σκότωνε τον πατέρα του και θα έπαιρνε γυναίκα την ίδια τη μητέρα του. Έτσι, για να αποφύγει την πατροκτονία και την αιμομιξία αποφάσισε να μην ξαναγυρίσει στην Κόρινθο, αλλά να ακολουθήσει τον αντίθετο δρόμο προς τη Βοιωτία.
Σ’ ένα φωκικό τρίστρατο, «σχιστή οδό», κοντά στη Δαύλεια, γίνεται η μοιραία συνάντηση με τον Λάιο και την ακολουθία του· ύστερα από μια σφοδρή λογομαχία, ο Οιδίπους τους σκοτώνει όλους εκτός από ένα δούλο, που κατόρθωσε να διασωθεί· ήταν ακριβώς αυτός που παρέλαβε κάποτε τον Οιδίποδα – βρέφος για να το εγκαταλείψει στον Κιθαιρώνα.
Ο βοσκός πανικόβλητος επέστρεψε στη Θήβα και ανακοίνωσε ότι ο Λάιος σκοτώθηκε σ’ ένα σταυροδρόμι,ἐν τριπλαῖς ἁμαξιτοῖς ὁδοῖς, από ληστές που του είχαν στήσει ενέδρα.
Οταν ο Οιδίπους έφτασε στη Θήβα, βρήκε τους πολίτες τρομοκρατημένους εξαιτίας της αινιγματικής Σφίγγας (ποικιλῳδὸς Σφίγξ), η οποία καθισμένη σ’ ένα βράχο, κοντά στην πόλη, προκαλούσε τους διαβάτες με το γνωστό αίνιγμά της. Ο Οιδίπους έδωσε εύστοχη απάντηση, λύνοντας με την ευφυΐα και το θάρρος του, το αίνιγμα και υποχρεώνοντας το τέρας να γκρεμιστεί από το βουνό Φίκιο.
Το αίνιγμα της Σφίγγας.
«Τί εστιν ό μίαν έχον φωνήν τετράπουν και δίπουν και τρίπουν γίνεται;»
(τι είναι αυτό που το πρωί είναι τετράποδο, το μεσημέρι δίποδο και το βράδυ τρίποδο;)
Αυτό ήταν το αίνιγμα που έβαζε η Σφίγγα σε όποιον περνούσε από το δρόμο της. Είναι σαφές από το μύθο. Όποιος δεν απαντά, καταδικάζεται σε θάνατο. Γκρεμίζεται στα τάρταρα της ανυπαρξίας.
Ο καιρός περνά, μα απάντηση δε μπορεί να δώσει κανείς. Πλήθος οι νεκροί που δεν γνώρισαν την αλήθεια. Κάποτε όμως περνά από εκεί κι ο Οιδίποδας, ο αληθινά σοφός. Ο αληθινά έλλογος. Η Σφίγγα ακούγεται σαν εσωτερική φωνή του ανθρώπινου είδους. Αναγκάζει τον άνδρα να αναρωτηθεί για το ρόλο και τη πορεία του στο κόσμο. Τον κοιτάζει στα μάτια. Απόλυτα και τρομερά. Του επιβάλλει να γνωρίσει για πρώτη φορά τον εαυτό του. Η απάντηση, για πρώτη φορά δίνεται σωστή. Είναι φυσικά ο ίδιος ο άνθρωπος.
Η Σφίγγα αποτελεί την κατεξοχήν ενσάρκωση της πρωτόγονης ανθρωποφαγίας: είναι αυτή που εμβληματοποιεί τη δυτική φαντασίωση του κανιβαλισμού. Έτσι, στο αφήγημα του Οιδίποδα, η φυλετικά και σεξουαλικά σεσημασμένη μορφή της Σφίγγας δεν ενσαρκώνει μόνο το κατώφλι/διάβαση μεταξύ ανθρώπου και ζώου, αλλά επίσης και μεταξύ "πολιτισμένου" και "πρωτόγονου"
Το ερώτημα που έθεσε τελετουργικά η Σφίγγα, το πρόβλημα του ανθρώπινου χρόνου, έμελλε να αποδειχτεί θεμελιώδες για την εκτύλιξη του οιδιπόδειου δράματος, ειδικά όταν το αίνιγμα επανέκαμψε με τη μορφή του λοιμού. Η Σφίγγα άρθρωσε το πλέον επίμαχο όσο και κοινότοπο πρόβλημα του ενσώματου ανθρώπινου χρόνου: "Ποιο είναι αυτό το ζώο που το πρωί περπατά με τέσσερα πόδια, το μεσημέρι με δύο και το βράδυ με τρία.
Μέσα από τον Οιδίποδα η ανθρωπότητα για πρώτη φορά συνειδητοποιεί τον ακριβή ρόλο της μέσα σε απέραντους αιώνες ανυπαρξίας. Ενδοσκοπείται. Κοιτάζει από μακριά, μα κι από κοντά τον εαυτό της, δίχως την αποπροσανατολιστική φθοροποιό επίδραση του χρόνου. Καταλαβαίνει ο άνθρωπος επιτέλους. Είναι προδιαγεγραμμένος ο κύκλος της ζωής του. Τρεις φάσεις υπάρχουν σε αυτό το κύκλο. Γέννηση, ακμή και πτώση. Φάσεις αναπόδραστες, από πριν ορισμένες. Για πρώτη φορά αποτινάσσει από επάνω του το φόβο του θανάτου, εφόσον για πρώτη φορά αποδέχεται το αναπόφευκτο, χωρίς κραυγές και δάκρυα. Έτσι, μόνος, βλέπει καθαρά, δίχως τους παραμορφωτικούς φακούς του σήμερα του χθες και του αύριο. Έτσι παίρνει απόφαση να ζήσει για πάντα. Να νικήσει στο μεγάλο αγώνα της ύπαρξης. Και ένας είναι ο τρόπος για να μη πεθάνει ποτέ ο άνθρωπος. Να ζήσει γενναία και με πάθος κάθε στιγμή της ζωής, απολαμβάνοντας τους δροσερούς χυμούς του έρωτα και περπατώντας το δρόμο της αρετής, αφήνοντας πίσω του μνημεία και ίχνη ορατά και ψηλαφητά.
«Άνθρωπον λέγεις!» απαντά ενθουσιασμένος ο Οιδίποδας. Η διαπίστωση του αυτή, όπως κάθε μεγάλη ανακάλυψη, φέρει πόνο και γνώση. Και χαρά όμως. Ο άνθρωπος γνωρίζει πια τα όρια του. Τα έχει «ορίσει». Είναι εκεί, μπροστά τους. Τα σέβεται, μα δε τα φοβάται πια. Είναι εκεί για να τα ξεπεράσει! Και η Σφίγγα, σαν άλλος εσωτερικός δαίμονας της ανθρώπινης ψυχής, που δε μπορεί άλλο να πνίγει τους ανθρώπους με το αγωνιώδες του ερωτήματος της, γκρεμίζεται στα βάραθρα του ασυνείδητου μας. Δε χάνεται ποτέ.
Έτσι, ανακηρύχθηκε σωτήρας της πόλης και πήρε το έπαθλο, που ο προσωρινός βασιλιάς της Θήβας Κρέων είχε ορίσει: τη χήρα βασίλισσα Ιοκάστη ως γυναίκα και το θρόνο.
Ως λαοπρόβλητος βασιλιάς ο Οιδίπους ζούσε ευτυχισμένος και μεγάλη ευδαιμονία επικρατούσε στη χώρα του. Από το γάμο του με την Ιοκάστη απέκτησε τέσσερα παιδιά: τον Ετεοκλή, τον Πολυνείκη, την Αντιγόνη και την Ισμήνη, που ήταν ταυτόχρονα και αδέλφια του. Οι θεοί, όμως, μη επιτρέποντας την τόσο μεγάλη αιμομιξία και αμαρτία, έστειλαν λοιμό στη Θήβα, φοβερή επιδημία (λοιμὸς ἔχθιστος), που απειλούσε κάθε ζωντανό στη φύση και στην πόλη, μάστιζε τη χώρα, παράλληλα με την αφορία της γης και την αποβολή, στον τοκετό, των γυναικών και των ζώων. γεγονός που έκανε το βασιλιά της, πλέον, Οιδίποδα να ζητήσει τη βοήθεια του Μαντείου των Δελφών Οι θεοί καταράστηκαν τη γονιμότητα μέχρι να τιμωρηθεί ο αιμομίκτης. Η καταραμένη γενιά προσέβαλε την γονιμότητα. Παιδιά και αδέλφια συγχρόνως! Η εφαρμογή στην πράξη του οιδιποδείου συμπλέγματος ανέτρεπε την τάξη της οικογένειαςτης αναπαραγωγής και της διατήρησης του είδους.
Ο Κρέοντας είχε αποσταλεί, αδελφός της Ιοκάστης, και το Μαντείο του έδωσε το χρησμό ότι για να εξαγνιστεί η πόλη από το λοιμό, θα έπρεπε να οδηγηθεί έξω από τη Θήβα ο φονιάς του Λάιου. Ο Οιδίποδας, μαθαίνοντας το χρησμό, εξέδωσε διαταγή όποιος γνώριζε κάτι σχετικό να του το ανακοινώσει προσωπικά, ενώ ανάφερε ότι θα τιμωρούσε παραδειγματικά οποιονδήποτε γνώριζε κάτι και του το έκρυβε. Όμως, ο φονιάς του Λάιου δεν βρέθηκε πουθενά, με αποτέλεσμα ο Οιδίποδας να ζητήσει προσωπικά τη βοήθεια του μάντη Τειρεσία. Ο Τειρεσίας, αντιλαμβανόμενος το τι είχε γίνει, κατάπιε τους φόβους του και πληροφόρησε τον Οιδίποδα ότι για να πάψει ο λοιμός, θα έπρεπε να τιμωρηθεί ο φονιάς του Λάιου. Ο Οιδίπους συμφωνεί μαζί του και διερωτάται ποιος άραγε να είναι.Τότε, ο μάντης Τειρεσίας του αποκαλύπτει ότι είναι αυτός. Μαθαίνοντάς το, η Ιοκάστη απαγχονίστηκε και ο Οιδίποδας αυτοτυφλώθηκε· συνοδευόμενος από την κόρη του, Αντιγόνη, έφθασε τελικά στον Κολωνό της Αθήνας. Ζήτησε και συναντήθηκε με τον Αιγέα βασιλιά, που τον φιλοξένησε όπως άρμοζε σε ένα βασιλιά. Ο Οιδίποδας του παρέσχε τη σοφία του. Όταν ο Πολυνείκης πήγε να ζητήσει τη βοήθειά του, για να απαλλαγούν τον Κρέοντα, ο Οιδίποδας τους έβαλε κατάρα να μην κυβερνήσουν ποτέ τη Θήβα, γιατί τους θεωρούσε υπεύθυνους για την εξορία του
Ο Οἰδίπους Τύραννος αποβαίνει το αιώνιο σύμβολο του τρόπου με τον οποίο το πεπρωμένο «εμπαίζει» τον άνθρωπο· μια μοίρα τόσο αινιγματική και μυστηριώδης όσο και το δυσεπίλυτο αίνιγμα της Σφίγγας που, όμως, έλυσε ο τραγικός ήρωας με την ευφυΐα και την οξύνοιά του. Λύνει το αίνιγμα του κύκλου ζωής ενάντια σε κάθε φαντασιακή παντοδυναμία δεν ξέρει όμως ότι έχει ανατρέψει τη φυσική τάξη πραγμάτων, ότι εκτελεί κατά γράμμα το γραφτό της μοίρας παρά το ότι λογικά προσπάθησε να την αποφύγει παίρνοντας δρόμο αντίθετο πό αυτόν που οδηγούσε στην Κόρινθο. Μια χωρίς αμφιβολία ασυνείδητη αναφορά του Σοφοκλή στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα που αυτός ονομάζει πεπρωμένο Με αυτή την έννοια ίσως ο Σοφοκλής ανακάλυψε το ασυνείδητο πριν από τον Φρόυντ: την αναπόφευκτη μοίρα και το πεπρωμένο, δηλαδή το ασυνείδητο. Αν δεν υπήρχε όλα τα πράγματα θα ήταν συνειδητά , δηλαδή η όποια ψυχολογία και συμπεριφορά θα ήταν ερμηνεύσιμη με σαφή αιτιολογία άρα θα μπορούσε να τεθεί υπό έλεγχο. Όλοι θα μπορούσαν να ελέγχουν τη συμπεριφορά τους, θα ήταν άχρηστοι οι θεσμοί και οι νόμοι και ο πολιτισμός του αυτονόητου θα κυριαρχούσε. Τελικά Σοφοκλής και Φρόυντ μιλάνε για το ίδιο πράγμα . Ο νένας το ονομάζει μοίρα και πεπρωμένο και ο άλλος ασυνείδητο.
Η τραγική μοίρα του πολύπαθου Θηβαίου βασιλιά, η άνοδος και η κατακόρυφη πτώση του, το μεγαλείο και η συντριβή του, η αναζήτηση της αλήθειας και οι φρικτές πλάνες του δεν αποτελούν απλώς τους σταθμούς μιας ατομικής περιπέτειας, αλλά συμβολίζουν την αέναη πορεία προς την αυτοσυνειδησία ενός ολόκληρου πολιτισμού με τις επιτυχίες, τις αμφισβητήσεις και τα αδιέξοδά του.
Η δράση των θεών είναι ουσιαστικό στοιχείο του έργου· η θεϊκή οργή, που αποτελεί τον αρχικό πυρήνα του μύθου, εκδηλώνεται με το λοιμό, τον οποίο προκάλεσε για το μίασμα του φόνου. Το τέλος του δραματικού μύθου συμπίπτει με την επαλήθευση και πραγματοποίηση των χρησμών. Ο ποιητής παρουσιάζει τον αποφασιστικό Οιδίποδα να συγκρούεται τόσο με τη μοίρα του, την οποία καθορίζουν οι χρησμοί, υποκαθιστώντας τη θεϊκή παρουσία, όσο και με τη μοίρα του αμαρτωλού οίκου των Λαβδακιδών, τον οποίο καταδιώκουν οι κεραυνοί του Διός και η θεία Δίκη εξαιτίας του αμαρτήματος του Λαΐου.
Η σύγκρουση αυτή του Οιδίποδα με τη μοίρα και τη θεία Δίκη καθιστούν τον ήρωα τραγικό πρόσωπο και στην αναμέτρηση της εσωτερικής ελευθερίας με την εξωτερική αναγκαιότητα βρίσκουμε το τραγικό στοιχείο όλου του έργου.
Ο Οιδίπους ως τραγικός ήρωας είναι μοναδικός. Υφίσταται τα πλήγματα της μοίρας, χωρίς να έχει διαπράξει «αμπλακήματα», σφάλματα, για να υποστεί τις φρικτές συνέπειες. Δεν έχει παραβεί ή δεν τείνει να αθετήσει συνειδητά τους νόμους των θεών ή την ηθική. Η τιμωρία του για εγκλήματα που διέπραξε «ἐν ἀγνοίᾳ» προέρχεται από το σκοτεινό μέρος της μοίρας, από μηχανισμούς που η ανθρώπινη λογική αδυνατεί να συλλάβει, γιατί βρίσκονται πέρα από τη διανοητική εμβέλεια των θνητών. Αφορούν εκείνο το τμήμα της θεϊκής λογικής ή θείας πρόνοιας που δε θα μπορέσουμε ποτέ να προσεγγίσουμε και πολύ λιγότερο να κατανοήσουμε. Το μόνο ασφαλές συμπέρασμα είναι ότι ο Οιδίπους συμβολίζει τον άνθρωπο ο οποίος τιμωρείται γιατί επιδιώκει να μάθει. Η γνώση πληρώνει, αλλά και πληρώνεται με φοβερό αντίτιμο. Ο ήρωας μαθαίνει ότι, έστω και ακούσια, είναι μέγας αμαρτωλός: πατροκτόνος και αιμομίκτης. Ο συμβολισμός γίνεται προφανής. Αν η γνώση που περιλαμβάνει την αυτογνωσία συνιστά κορυφαίο ιδεώδες, πρέπει ο άνθρωπος να το επιδιώκει, επειδή αυτό θα τον οδηγήσει στο επίπεδο των θεών. Κάτι παρόμοιο υπαινίσσονται τα πάθη και η αποθέωση στο τέλος της τραγωδίας «Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ», η οποία, ως θεατρική συνέχεια του «Οἰδίποδος Τυράννου», συμπληρώνει το μέγιστο αυτό μάθημα.
Η επιβίωση του Οἰδίποδος Τυράννου και η αναμφισβήτητη επικαιρότητα αποδεικνύουν ότι το έργο του Σοφοκλή αποτελεί, ἐς τὸ διηνεκές, το υψηλότερο και αντιπροσωπευτικότερο δείγμα τραγικής τέχνης.
Και με ποιο τρόπο χάθηκε;
| ||
Αυτοκτόνησε.
| ||
Όμως δεν υποπτεύεσαι
| ||
τα πιο φρικτά συμβάντα,
| ||
γιατί δεν τά 'δες με τα μάτια σου.
|
1810
| |
Μ' όσα κουρέλια μνήμης σώθηκαν
| ||
θα βάλω στη σειρά
| ||
τα πάθη της τρισάθλιας.
| ||
Όταν την πύλη πέρασε
| ||
και μπήκε στο παλάτι ταραγμένη,
|
1815
| |
πορεύτηκε στο νυφικό κοιτώνα κατ' ευθείαν,
| ||
ενώ ξερίζωνε και με τα δυο της χέρια
| ||
τα μαλλιά της.
| ||
Μπήκε και βρόντηξε τη θύρα πίσω της.
| ||
Ύστερα κάλεσε τον πεθαμένο Λάιο,
|
1820
| |
θυμήθηκε τη γέννα του παιδιού του,
| ||
το πώς αυτό τον έστειλε στον τάφο
| ||
κι έμεινε πίσω μόνη της
| ||
να δέχεται στον κόλπο της
| ||
τα σπέρματα του γιου της
|
1825
| |
και τέκνα να γεννά μαγαρισμένα.
| ||
Την κλίνη καταράστηκε θρηνώντας,
| ||
εκεί που γέννησε από τον άντρα της
| ||
τον άντρα της
| ||
κι απ' το παιδί της τα παιδιά της.
|
1830
| |
Πώς χάθηκε κατόπιν, δεν το ξέρω·
| ||
ουρλιάζοντας ορμά μες το παλάτι ο Οιδίπους.
| ||
Τον βλέπαμε να γυροφέρνει πέρα δώθε
| ||
και δεν μπορούσαμε να δούμε το χαμό της.
| ||
Εκείνος τρέχει επάνω μας,
|
1835
| |
ζητάει μαχαίρι102
| ||
και τη γυναίκα του
| ||
–όχι τη σύζυγο–
| ||
τη μάνα του ζητά,
| ||
τη γη που σπάρθηκε διπλά
|
1840
| |
και φύτρωσε διπλά
| ||
τον ίδιο και τα τέκνα του.
| ||
Κι ενώ σα λυσσασμένος άφριζε
| ||
κάποιος θεός103 θαρρείς
| ||
τον οδηγούσε.
|
1845
| |
Άλλος κανείς απ' τους παρόντες
| ||
δεν τολμούσε.
| ||
Έβγαλε φοβερή κραυγή
| ||
και σαν να τον ωθούσε κάποιος
| ||
χίμηξε σίφουνας στη δίφυλλη τη θύρα,
|
1850
| |
λυγάει το μάνταλο στη βάση του
| ||
κι ορμάει στο δωμάτιο.
| ||
Είδαμε τη γυναίκα κρεμασμένη
| ||
από στριφτή θηλιά πλεχτή.
| ||
Όταν την είδε βρυχάται δεινά
|
1855
| |
και κόβει της κρεμάλας το σκοινί.
| ||
Την ξάπλωσε στο δάπεδο
| ||
και τότε πλήγωσε τα μάτια μας η φρίκη.
| ||
Από το φόρεμά της τράβηξε
| ||
και ξήλωσε
|
1860
| |
τις χρυσοποίκιλτες αγκράφες104
| ||
που στόλιζαν τη ζώνη της
| ||
κι από ψηλά κι απανωτά κτυπώντας
| ||
τις μπήγει μες τις κόγχες των ματιών του,
| ||
φωνάζοντας ποτέ τους να μη δουν
|
1865
| |
τα πάθη του
| ||
και τις φρικτές του πράξεις.
| ||
Τώρα μες το σκοτάδι πια θα βλέπουν
| ||
εκείνους που δεν έπρεπε
| ||
κι εκείνους που λαχτάριζαν να δουν
|
1870
| |
και δεν θ' αξιωθούν ποτέ
| ||
να τους γνωρίσουν.
| ||
Παραληρούσε, καταριόταν και προσεύχονταν
| ||
κι απανωτά πολλές φορές
| ||
με τις αγκράφες τρύπαγε τα βλέφαρα
|
1875
| |
και ράντιζαν τα γένια του
| ||
οι ματωμένοι του βολβοί
| ||
που δεν ξερνάγαν μόνο
| ||
αίμα πηκτό σα δάκρυα
| ||
μα σαν αιμάτινη βροχή
|
1880
| |
και σα χαλάζι μαύρο
| ||
σαν πίδακες περίχυναν τα πάντα.
| ||
Τέτοια δεινά προξένησαν οι δυο τους
| ||
κι όχι ο ένας μοναχά
| ||
και στα δεινά, γυναίκα κι άντρας, έσμιξαν.
|
1885
| |
Τα παλαιά του παρελθόντος μεγαλεία
| ||
υπήρξαν κάποτε ευτυχισμένα μεγαλεία,
| ||
μα τώρα στεναγμός, κατάρα, θάνατος,105
| ||
ντροπή κι όλο το πλήθος των ονομάτων
| ||
που δίνουν ήχο στη συμφορά.
|
1890
| |
Δε λείπει τίποτα.
|
Στο σημείο αυτό βέβαια εγείρεται το ερώτημα που αφορά στο περιβόητο
οιδιπόδειο σύμπλεγμα, έναν αρχετυπικό πλέον όρο με πανανθρώπινη και παγκόσμια αναγνώριση. Πότε και πώς όμως εμφανίζεται στη ζωή του κάθε ανθρώπου αυτή η οιδιπόδεια εμπλοκή; Σίγουρα όχι ταυτόχρονα με την γέννησή του, αφού στην πρώιμη βρεφική ηλικία, το παιδί δεν έχει ακόμη κάποιο κέντρο ταυτότητας, και τα όρια μεταξύ του εαυτού του και του εξωτερικού κόσμου είναι ακαθόριστα. Δεν μπορεί να διαχωρίσει το αρσενικό από το θηλυκό, εφόσον δεν συνιστά ακόμα «έμφυλο υποκείμενο». Σταδιακά όμως το παιδί εισέρχεται στην οιδιπόδεια εμπλοκή του, καθώς το αγόρι αρχίζει
να στρέφει την σεξουαλική του ενόρμηση προς το σώμα της μητέρας, ενώ το κορίτσι αποζητά το σώμα του πατέρα. Έτσι, η δυαδική σχέση του βρέφους και της μητέρας διακόπτεται και στο παιχνίδι μπαίνει και ο πατέρας, οπότε μιλάμε πια για τριγωνική σχέση, όπου ο γονέας του ίδιου φύλου εξελίσσεται σε αντίζηλο στα συναισθήματα που τρέφει το παιδί για τον γονέα του αντίθετου φύλου. Η απειλή του ευνουχισμού από τον πατέρα, η οποία βέβαια δεν διατυπώνεται φραστικά, αγχώνει ιδιαιτέρως το αγόρι και το ωθεί να παραιτηθεί από την αιμομικτική επιθυμία για την μητέρα. Υποκύπτει στον πατέρα και παρηγοριά βρίσκει στην σκέψη πως μελλοντικά θα καταφέρει το ίδιο να βρεθεί στην θέση που συμβολίζει τώρα ο πατέρας∙ έτσι αναγκάζεται να συμφιλιωθεί μαζί του, να ταυτιστεί με τον ρόλο του και να μυηθεί μ’αυτόν τον τρόπο στον συμβολικό ρόλο του άνδρα. Όσο για την επιθυμία του για την μητέρα, αυτή πια την έχει απωθήσει στο ασυνείδητο, ένα χώρο που μόλις δημιουργήθηκε με αυτήν την πρωτογενή απώθηση. Όσον αφορά στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα του κοριτσιού, τα πράγματα περιπλέκονται αρκετά, γι’ αυτό άλλωστε και ο ίδιος ο Freud αποκάλεσε την γυναικεία σεξουαλικότητα «σκοτεινή ήπειρο», δηλώνοντας την αμηχανία του και την δυσκολία του να την αναλύσει. Υποστηρίζει λοιπόν πως το κορίτσι, ευνουχισμένο από την αρχή, επιχειρεί να αποπλανήσει τον πατέρα μέσα από την προσέγγιση της επίσης ευνουχισμένης μητέρας. Βέβαια, η προσπάθειά του καταρρέει, με αποτέλεσμα να στραφεί πια ολοκληρωτικά προς την μητέρα, να ταυτιστεί μαζί της και να αναλάβει τον θηλυκό της ρόλο. Άρα, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι τελικά η δομή των σχέσεων, η οποία καθορίζει την αρσενική ή θηλυκή μας ταυτότητα, αφού αυτό μας συγκροτεί ως υποκείμενα. Τα στάδια, μέσα από τα οποία περνάει το παιδί και διαμορφώνουν την σεξουαλική ταυτότητά του
είναι τα ακόλουθα: α. το στοματικό στάδιο, που είναι η πρώτη φάση της σεξουαλικής του ζωής και ενεργοποιεί την ενόρμηση προς τα ενσώματα αντικείμενα. β. το πρωκτικό στάδιο, όπου το παιδί αποκομίζει ηδονή από την εκκένωση και αναγνωρίζει την αντίθεση ανάμεσα στην ενεργητικότητα καιτην παθητικότητα. γ. το φαλλικό στάδιο, στο οποίο το παιδί αρχίζει να αισθάνεται την σεξουαλική του ενόρμηση στα γεννητικά του όργανα. στην πραγματικότητα είναι πάντοτε επώδυνη, ενώ η διχασμένη μας πλέον υπόσταση θα ταλαντεύεται στο εξής ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο, το οποίο θα καραδοκεί πια ισοβίως και θα μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να επιστρέψει και να αποσταθεροποιήσει το συνειδητό Εγώ. Μπορεί να εμφανιστεί καταρχήν μέσα από τα όνειρα μας, αφού αυτά συμβολίζουν εκπληρώσεις ασύνειδων επιθυμιών, οι οποίες οργανώνονται και συμπυκνώνονται σε μία μόνο εικόνα ή μεταθέτουν την σημασία τους σε κάποιο άλλο αντικείμενο, που συνδέεται με κάποιον τρόπο μαζί τους. Μπορεί ακόμα να δημιουργήσει παραπραξίες, δηλαδή ολισθήματα της γλώσσας, μπλοκαρίσματα της μνήμης, λάθη και παρερμηνείες ή και να προκαλέσει ευφυολογήματα, με σεξουαλικό ή επιθετικό περιεχόμενο. Τέλος, η πιο καταστροφική παρουσία του ασυνείδητου είναι αυτή που εμφανίζεται μέσα από ψυχολογικές διαταραχές, τις λεγόμενες νευρώσεις ή, σε πιο σοβαρές περιπτώσεις, τις ψυχώσεις. Τι είναι όμως νεύρωση; Όταν το άτομο υφίσταται περισσότερη εξωτερική πίεση από αυτή που μπορεί να δεχτεί και αναγκάζεται να καταπιέσει αρκετές επιθυμίες του, νοσεί. Κι αυτό γιατί οι καταπιεσμένες επιθυμίες του δεν εξαφανίζονται, αλλά γλιστρούν στο ασυνείδητο, απωθούνται, και στην δεδομένη ευκαιρία εμφανίζονται με την μορφή κ όποιας εσωτερικής διαμάχης. Και εφόσον η πρωταρχική απωθημένη επιθυμία που απαντάται σε όλους τους ανθρώπους είναι αυτή που εκπορεύεται από το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, όλοι μας ξεκινάμε απωθώντας την πρωταρχική μας επιθυμία, ενώ στην πορεία της ζωής μας, κάτω από την πίεση της καθημερινότητας, αναγκαζόμαστε συχνά να θυσιάζουμε την αρχή της ηδονής στην αρχή της πραγματικότητας.Έτσι δημιουργούνται σε όλους μας νευρώσεις, οι οποίες όμως έχουν δύο αντιφατικές όψεις: αν η ενέργεια της νεύρωσης δεν αξιοποιηθεί με εποικοδομητικό τρόπο, τότε ανατροφοδοτείται και επιστρέφει ορμητικότερη και καταστροφικότερη. Η διεργασία της συμπύκνωσης είναι μία από τις δύο βασικές λειτουργίες της ονειρικής διαδικασίας. Η μετάθεση είναι η δεύτερη βασική ονειρική λειτουργία.
Οι νευρώσεις μπορεί να είναι ιδεοληπτικές, υστερικές ή φοβικές και ανάλογα να παρουσιάζουν αντίστοιχα συμπτώματα. Για περαιτέρω ανάλυση και καταπιεσμένες επιθυμίες μας με έναν ιδανικό τρόπο και διοχετεύσουμε τη δύναμή τους σε κάποιον υψηλό στόχο, τότε θα ανοίξουμε τον δρόμο στη δημιουργικότητά μας. Αυτή είναι η σχέση της τέχνης με την νεύρωση, σύμφωνα με την άποψη του Freud, καθώς πιστεύει πως ο καλλιτέχνης «πιέζεται από ασυνήθιστα έντονες ενστικτώδεις ανάγκες που τον οδηγούν στο να στραφεί από την πραγματικότητα στην φαντασία. Στην ψύχωση όμως η κατάσταση είναι πιο σοβαρή και, συνήθως, μη αναστρέψιμη. Ξεκινά κι αυτή με την αδυναμία του Εγώ να απωθήσει την ασύνειδη επιθυμία, όπως συμβαίνει και στην νεύρωση, όμως εδώ τα πράγματα εξελίσσονται πολύ πιο δύσκολα. Η νεύρωση επιμένει και εντέλει κυριαρχεί. Το Εγώ αποκόβεται από τον εξωτερικό κόσμο και «το ασύνειδο αρχίζει να οικοδομεί μια εναλλακτική, παραισθησιακή πραγματικότητα». Άρα ο ψυχωτικός χάνει την επαφή με την πραγματικότητα σε πολύ βασικά σημεία και παρουσιάζει συμπτώματα που συναντά κανείς επίσης στην παράνοια και την σχιζοφρένεια, οι οποίες είναι σοβαρές ψυχολογικές διαταραχές
Ορμώμενος από την αριστοτελική θέση σχετικά με τον σκοπό του δράματος, την πρόκληση δηλαδή του φόβου και του ελέου που αποκαθίστανται με την τελική κάθαρση, ο Freud τείνει να υποστηρίξει αυτή την άποψη, αναλύοντας την περαιτέρω μιλώντας για «το άνοιγμα πηγών ηδονής ή απόλαυσης μέσα από την συναισθηματική μας ζωή». Προφανώς, εδώ μας παρουσιάζει μια διαδικασία, κατά την οποία η πλοκή του δράματος βοηθά στο να διεγείρονται τα συναισθήματα του θεατή και στο τέλος του έργου, καθώς αυτά εκτονώνονται, επέρχεται η απόλαυση, αφενός από την έντονη εκφόρτισή τους, αφετέρου από την σεξουαλική διέγερση που συνεπάγεται οποιαδήποτε περίπτωση συναισθηματικού ερεθισμού.21 Ο θεατής, που ζει μια ζωή ήρεμη, χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις και μεγαλειώδεις στιγμές, γίνεται ήρωας στη θέση του πρωταγωνιστή και νιώθει πως είναι το κέντρο του κόσμου για λίγο, ταυτίζεται με
το θεατρικό γίγνεσθαι, ξεπερνάει τα όριά του, και όλα αυτά χωρίς να απειληθεί από κανέναν κίνδυνο ή πόνο, που σίγουρα θα τον βάραινε, αν έκανε ηρωισμούς στην πραγματική του ζωή, κάτι που οπωσδήποτε θα του στερούσε την απόλαυση.22 Η απόλαυση τώρα στηρίζεται στην αυταπάτη που μετριάζει την οδύνη του, ενώ ταυτόχρονα ο θεατής χαίρεται για τον ηρωισμό του, ενδίδει στις καταπιεσμένες του
διεγέρσεις και εκτονώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Αυτό που είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό στο θεατρικό έργο είναι ότι ακόμα και η μεγαλύτερη δυστυχία μετατρέπεται σε απόλαυση, ενώ ακόμα και η πτώση του πρωταγωνιστή, όπως στην περίπτωση της τραγωδίας, γίνεται δεκτή με μια μάλλον σαδιστική ικανοποίηση. Το
γεγονός επίσης ότι αυτό το “πάσχειν” που δημιουργεί την ηδονή περιορίζεται μόνο στο ψυχικό επίπεδο και δεν εμπλέκεται με το σωματικό μέρος είναι αρκετά ανακουφιστικό, αφού όλοι γνωρίζουν πως «η αλλοίωση στην σωματική αίσθηση θα θέσει αμέσως τέρμα σε κάθε ψυχική απόλαυση». Η ψυχική οδύσσεια του ήρωα δεν
τελειώνει πάντα και οπωσδήποτε με την πτώση του ή την εξόντωσή του, αλλά συχνά με την παραίτησή του από μια διέγερση, μια επιθυμία του, ένα όνειρό του. Συχνά μάλιστα συμβαίνει να ταλανίζεται η ψυχή του ήρωα όχι από την σύγκρουση δύο
συνειδητών διεγέρσεων, αλλά «από μια σύγκρουση μιας συνειδητής και μιας απωθημένης διέγερσης». Αυτή βέβαια η σύγκρουση είναι δυνατόν να προκαλέσει απόλαυση μόνο στον θεατή που είναι νευρωτικός. Γιατί μόνο αυτός έχει την ικανότητα να αντλήσει ευχαρίστηση από την μερική, έστω, αναγνώριση μιας απωθημένης διέγερσης, αποκομίζοντας μιαν απελευθερωτική απόλαυση.
ΤΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΟΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΣΤΑΔΙΑ | ΗΛΙΚΙΑ | ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΙΚΑ |
ΣΤΟΜΑΤΙΚΟ | 0 – 1,5 | ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΔΥΣΑΡΕΣΚΕΙΑ (ΔΑΓΚΩΜΑ) |
ΠΡΩΚΤΙΚΟ | 1,5 - 3 | ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΣΤΙΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΑΦΟΔΕΥΣΗΣ - ΟΥΡΗΣΗΣ |
ΟΙΔΙΠΟΔΕΙΟ | 3 - 6 | ΑΠΕΝΔΥΣΗ ΣΤΙΣ ΕΡΩΤΟΓΟΝΕΣ ΖΩΝΕΣ, ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΦΥΛΩΝ, ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΦΥΛΟΥ, ΦΘΟΝΟΣ ΤΟΥ ΠΕΟΥΣ,(ΚΟΡΙΤΣΙΑ) ΑΓΧΟΣ ΕΥΝΟΥΧΙΣΜΟΥ (ΑΓΟΡΙΑ) ΦΑΝΤΑΣΙΕΣ ΝΙΚΗΤΗ, ΤΕΡΑΤΑ, ΔΡΑΚΟΙ ΠΡΙΓΚΗΠΙΘΣΣΕΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΓΟΝΙΟΣ ΠΟΥ ΦΟΒΑΤΑΙ (ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΦΥΛΟΥ). ΑΠΟΘΗΜΕΝΕΣ ΑΙΜΟΜΙΚΤΙΚΕΣ,ΓΟΝΕΟΚΤΟΝΙΚΕΣ, ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ, ΤΑΣΕΙΣ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΙΑΣ ΚΑΙ ΦΟΒΟΣ ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΥ. ΕΞΑΡΤΗΣΗ (ΝΑ ΜΗΝ ΠΕΘΑΝΕΙ)ΑΓΑΠΗ, ΤΑΥΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΓΟΝΕΑ. |
ΛΑΝΘΑΝΟΥΣΑ ΠΕΡΙΟΔΟΣ | 5 – 11 ΕΤΩΝ | ΑΠΩΘΗΣΗ ΑΙΜΟΜΙΚΤΙΚΩΝ, ΓΟΝΕΟΚΤΟΝΙΚΩΝ ΤΑΣΕΩΝ, ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ, ΤΑΥΤΗΣΗ, ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΣΥΝΟΜΙΛΙΚΟΥΣ, ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ, ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΓΧΟΥΣ. ΥΠΕΡΕΓΩ. ΝΤΡΟΠΗ. ΕΝΟΧΗ. ΙΚΑΝΝΟΠΟΙΗΣΗ. ΦΟΒΟΣ. ΣΩΣΤΟ . ΛΑΘΟΣ, ΔΙΚΑΙΟ , ΑΔΙΚΟ, ΗΘΙΚΟ, ΑΝΗΘΙΚΟ. |
ΕΦΗΒΕΙΑ | 11 - 16 | ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ. ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ, ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΣΤΟΝ ΔΙΑΠΡΩΣΩΠΙΚΟ ΤΟΜΕΑ. |
ΟΨΙΜΗ ΕΦΗΒΕΙΑ | 16 – ΕΩΣ ΙΣΩΣ ΠΟΤΕ | ΕΝΤΟΝΕΣ ΕΠΙΘΕΤΙΚΕΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΕΣ ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΕΙΣ, ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ, ΟΜΑΔΕΣ, ΑΝΤΙΟΣΥΜΒΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΖΩΗΣ |
Ο Φρόυντ με την ερμηνεία των ονείρων αντιλαμβάνεται ότι το οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι πηγή των νευρώσεων. Στο "ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας" εξηγεί την αρχή των νευρώσεων στον άνθρωπο, την υστερία και το άγχος σαν αποτέλεσμα της απαγόρευσης από το υπερεγώ της ικανοποίησης των ενστικτωδών αναγκών που έχουν σχέση με την αναπαραγωγή και την επιβίωση.
ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας
Πολλά από τα πρωτόγονα ένστικτα της ανθρωπότητας (όπως η επιθυμία για δολοφονία και η σεξουαλική επιθυμία) έχουν αρνητικές επιπτώσεις για τη ζωή σε μια κοινότητα. Ως αποτέλεσμα, ο πολιτισμός δημιουργεί νόμους που απαγορεύουν τις δολοφονίες, το βιασμό, και τις εξωσυζυγικές σχέσεις, και έχει βαρύτατες ποινές για όσους δεν υπακούν σε αυτούς τους νόμους. Αυτή η διεργασία, γράφει ο Φρόυντ, είναι βασικό γνώρισμα του πολιτισμού και έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργεί αισθήματα δυσφορίας στον άνθρωπο.
Η θεωρία του Φρόυντ βασίζεται στην ιδέα πως ο ανθρώπινος ψυχισμός έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και ένστικτα που δεν αλλάζουν. Τα περισσότερο γνωστά είναι η επιθυμία για σεξ, και η τάση για βίαιη αντίσταση εναντίον των σεξουαλικών ανταγωνιστών, που εμποδίζουν την ικανοποίηση των ενστίκτων του ατόμου. Οι άνθρωποι συμπεριφέρονται με βάση τη μεγιστοποίηση της ικανοποίησής τους, και αυτή επιτυγχάνεται με την ικανοποίηση των ενστίκτων.
Ο Φρόυντ λέει πως υπάρχουν τρεις κύριες πηγές δυσφορίας που προσπαθούμε να νικήσουμε: την δικιά μας ύπαρξη μέσα στον πόνο και την πραγματικότητα του επικείμενου θανάτου, τις άγριες και καταστροφικές πτυχές του φυσικού κόσμου, και την ενδημική δυστυχία που υπάρχει σε ένα κόσμο όπου αναγκαζόμαστε να μοιραζόμαστε τη ζωή μας με άλλους ανθρώπους στα πλαίσια μιάς κοινωνίας. Ο Φρόυντ θεωρεί πως αυτή η τελευταία πηγή δυστυχίας "δημιουργεί τον περισσότερο πόνο, σε σχέση με τις άλλες πηγές"[6], και το υπόλοιπο βιβλίο ασχολείται με την πάλη μεταξύ της ενστικτώδους αναζήτησης της ηδονής από τους ανθρώπους και την πραγματικότητα της κοινωνικής ζωής.
Πολλοί άνθρωποι γίνονται νευρωτικοί επειδή δεν μπορούν να αντέξουν στις επιταγές που η κοινωνία επιτάσει προς ικανοποίηση πολιτιστικών ιδεωδών.
Ο Φρόυντ ρωτά σε τί χρησιμεύει η κοινωνία αν δεν μας κάνει χαρούμενους, αλλά παραδέχεται πως ο πολιτισμός οφείλει να μειώνει την ανθρώπινη ηδονή έτσι ώστε να μπορούν οι άνθρωποι να ζουν ειρηνικά.
Υπάρχει (στον πολιτισμό) πρωκτικός ερωτισμός που αναπτύσσεται σε ανάγκη για τάξη και καθαριότητα, μια μετουσίωση των ενστίκτων σε χρήσιμο έργο, όπως και μια βίαιη καταπάτηση των ενστίκτων. Έτσι ο πολιτισμός δημιουργεί δυστυχία και ψυχοπαθολογία στα μέλη του μέσω της καταστολής των ενστίκτων.Υπάρχει μια πραγματική και βασική επιθετική τάση μέσα σε όλα τα ανθρώπινα πλάσματα. Κι ενώ το ένστικτο της αγάπης (ο έρως) μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την κοινωνία για να ενώσει τα μέλη της μαζί, το επιθετικό ένστικτο πάει αντίθετα σε αυτό και πρέπει είτε να κατασταλεί
Ο Φρόυντ αναπτύσσοντας τη λιμπιντική του θεωρίας και εξηγεί γιατί δεν πρέπει να χωριστεί σε δυο ξεχωριστά ένστικτα: το αντικείμενο-ένστικτο του έρωτα και το εγώ-ένστικτο του θανάτου. Παραδέχεται πως μπορεί να είναι δύσκολο να γίνει δεκτή η άποψή του περί ανθρώπινης φύσης επιρρεπούς προς το θάνατο και την καταστροφή αλλά γράφει πως η καταπάτηση αυτού του ενστίκτου είναι το πραγματικό αίτιο πίσω από την ανάγκη του πολιτισμού για όρια στις ατομικές ελευθερίες. Η ζωή και ο πολιτισμός, λοιπόν, γεννιούνται και αναπτύσσονται μέσα από την αιώνια πάλη μεταξύ αυτών των δύο διαπροσωπικών δυνάμεων της αγάπης και του μίσους.
Η καταπάτηση του ενστίκτου του θανάτου δημιουργεί νεύρωση στους ανθρώπους: η φυσική επιθετικότητα του παιδιού καταπατείται από την κοινωνία (και τον τοπικό της αντιπρόσωπο, τον πατέρα) και αλλάζει κατεύθυνση προς τα μέσα, εσωτερικεύεται, και πηγαίνει προς το εγώ. Αυτές οι επιθετικές ενέργειες γίνονται το υπερ-εγώ ως η κοινωνική/ηθική συνείδηση, που τιμωρεί το εγώ και για τα λάθη που έπραξε (με το αίσθημα της μετάνοιας) αλλά και για τις αμαρτίες που απλά φαντάστηκε ότι θα μπορούσε να κάνει (με το αίσθημα της ενοχής). Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να υποστούν τη δημιουργία αυτών των συναισθημάτων της ενοχής, γιατί τα επιθετικά τους ένστικτα πρέπει να δαμαστούν αν ελπίζουν να μοιραστούν την αγάπη που η πολιτισμένη κοινωνία έχει διαθέσιμη για τα μέλη της. Η ενοχή και η νευρωτική καταπάτηση των ενστίκτων είναι απλά η τιμή που πληρώνουμε για να μπορούμε να ζούμε μαζί σε οικογένειες και κοινότητες.
Η ένοχη συνείδηση είναι το αντίτιμο που πληρώνει το άτομο για να είναι μέλος σε πολιτισμένες κοινωνίες αλλά συχνά αυτή η ενοχή παραμένει ασυνείδητη και το άτομο απλά αντιλαμβάνεται κάποια γενική ανησυχία ή "δυσφορία". Ο Φρόυντ επίσης υποθέτει πως μαζί με το ατομικό υπερ-εγώ ίσως να υπάρχει και ένα "πολιτισμικό υπερ-εγώ" που κατά κάποιο τρόπο λειτουργεί ως η συνείδηση της κοινωνίας, και η άποψή του είναι η ίδια που λέει και στους νευρωτικούς του ασθενείς: οτι πρέπει να μειώσει τις απαιτήσεις του στο ασθενές εγώ. Ο Φρόυντ τελειώνει το βιβλίο του αναλύοντας τις ιδέες του για τον έρωτα και το θάνατο και τις διαφορές τους: "Όταν μια ενστικτώδης επιθυμία καταπατείται, τα λιμπιντικά της στοιχεία γίνονται συμπτώματα, και τα επιθετικά της στοιχεία γίνονται το αίσθημα της ενοχής", και καταπιάνεται με το ερώτημα πώς η αιώνια μάχη μεταξύ αυτών των δυο ουράνιων δυνάμεων θα επηρεάσει την ανθρωπότητα.
Με τον όρο νεύρωση εννοείται εκείνη η διαταραχή συμπεριφοράς σύμφωνα με την οποία το άτομο αδυνατεί ενίοτε να αντιμετωπίσει άγχος και τις ενδοψυχικές συγκρούσεις του. Κεντρική θέση στην ψυχοπαθολογία των νευρώσεων κατέχουν οι ενοχές και το Υπερεγώ του ατόμου. Τον ασθενή βασανίζουν νοητικές συγκρούσεις μεταξύ του εγώ (περιλαμβάνεται ο ηθικός κώδικας τους ασθενούς) και ασυνείδητων ιδεών Το άτομο που υπόκειται σε συμπτώματα νεύρωσης παρουσιάζει συνήθως φοβία, ψυχαναγκασμό και αγχωτικά επεισόδια.
Ο Φρουντ σε συνεντευξη του:
Στο κάτω κάτω έχω ζήσει 70 χρόνια. Δεν μου έλειψε τίποτε. Πάντα είχα ένα πιάτο φαΐ να φάω. Εχω απολαύσει πολλές χαρές της ζωής: τη συντροφικότητα της γυναίκας μου, των παιδιών μου, τα ηλιοβασιλέματα. Πού και πού παίρνω τη χαρά να σφίγγω ένα φιλικό χέρι. Και έχω συναντήσει στη ζωή μου αρκετές ανθρώπινες υπάρξεις που σχεδόν με καταλάβαιναν. Τι περισσότερο μπορεί να ζητήσει κανείς;».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου