Η
ευχαρίστηση είναι κινητήρια δύναμη
της ζωής μας. Ο,τι κάνουμε το κάνουμε
γιατί μας δίνει ευχαρίστηση. Η ικανοποίηση
των αναγκών μας είναι προϋπόθεση για
να ζούμε ευχαριστημένοι και δυστυχώς
γι' αυτό χρειάζεται χρήμα.
Τον
τελευταίο κυρίως αιώνα ζήσαμε τη σταδιακή
κυριαρχία του χρήματος . Το χρήμα σαν
εργαλείο και αξία εισβάλλει όλο και
περισσότερο στη ζωή μας. Εκπροσωπεί όλο
και περισσότερες αξίες. Έτσι η άντληση
ευχαρίστησης από τη ζωή, εξαρτάται όλο
και περισσότερο από την απόκτηση
χρήματος. Πριν λίγα χρόνια, τη 10ετία
του '60 υπήρχαν ανέξοδοι τρόποι
δραστηριοτήτων και διασκέδασης: παιδιά
που παίζανε σε αλάνες, παρέες της
γειτονιάς που “καθόντουσαν έξω”, βόλτες
“πάνω κάτω” στο κέντρο της πόλης. Στις
μέρες μας οι καταναλωτικές συνήθειες
δημιουργούν μόδες και συχνά φαινόμενα
αποκλεισμού για αυτόν που δεν μπορεί
να τις ακολουθήσει. Η ζωή μας διαμορφώνεται
με μια σειρά από υπηρεσίες χωρίς τις
οποίες είναι είναι αδύνατο να ζήσουμε.
Στην 10ετία του '60 ένα σπίτι μπορούσε να
ζεσταίνεται με μια ξυλόσομπα και να
μαγειρεύει χωρίς ρεύμα. Σήμερα δεν είναι
δυνατό να φανταστούμε μια ζωή χωρίς
κινητό και σταθερό τηλέφωνο, ρεύμα,
κεντρική θέρμανση και (συχνά ) διαδίκτυο.
Η
κατάσταση επιδεινώνεται και από την
μόδα των δανείων που επικράτησε τα
τελευταία χρόνια. Εκτός από τα στεγαστικά
(που έδωσαν την ψευδαίσθηση σε πολλούς
ότι μπορούν να ζήσουν σε ένα σπίτι πολύ
ανώτερο των δυνατοτήτων τους) ακούστηκαν
και σχιζοφρενικές διαφημίσεις δανείων
όπως είναι τα διακοποδάνεια και τα
εορτοδάνεια. Στην άνευ προηγουμένου
επίθεση που ζούμε από τις “αγορές” οι
πολίτες βλέπουν το εισόδημα τους να
καταρρέει. Βλέπει
δηλαδή να αθετούνται, εν ονόματι της
κρίσης, μια σειρά από συμφωνίες που
είχαν κάνει με το κράτος και την εργοδοσία.
ΠΩΣ ΑΝΤΙΔΡΟΎΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΟΙ
ΠΟΛΊΤΕΣ ΑΠΈΝΑΝΤΙ Σ' ΑΥΤΉ ΤΗΝ ΚΑΤΆΣΤΑΣΗ;
Ο φόβος είναι το πρώτο και το πιο
βασικό συναίσθημα από τη σύσταση της
ψυχής του ανθρώπου. Είναι βασικό εργαλείο
καταναγκασμού και καταστολής. Σε
οποιουδήποτε επιπέδου σύγκρουση ή /και
διαπραγμάτευση η δημιουργία φόβου στον
αντίπαλο είναι το πρώτο πράγμα που
σκέφτεται ο επιτιθέμενος. Αν ο δεχόμενος
επίθεση φοβηθεί είναι διατεθειμένος
να δεχθεί οτιδήποτε. Χιλιάδες παραδείγματα
μπορούμε να παρατηρήσουμε γύρω μας. Τα
σκυλιά γαβγίζουν όταν φυλάνε ένα χώρο
για να προξενήσουν φόβο. Οι επιτυχία
μιας ληστείας βασίζεται στον φόβο. Ο
βιαστής κάνει το θύμα του να υποχωρήσει
αν καταφέρει να την κάνει να φοβηθεί
για τη ζωή της. Εργαζόμενοι δεν
διαμαρτύρονται για απλήρωτες υπερωρίες
όταν φοβούνται μην τους απολύσουν.
Μετανάστες δεν διεκδικούν ασφάλιση
γιατί φοβούνται όχι μόνο την απόλυση
αλλά και την απέλαση. Δισεκατομμύρια
ξοδεύονται από όλες τις χώρες σε
στρατιωτικούς εξοπλισμούς όχι για να
τους χρησιμοποιήσουν γιατί είναι σε
πόλεμο αλλά για να προξενούν φόβο σε
πραγματικούς ή φανταστικούς εχθρούς.
Ο φόβος τιμωρίας είναι δυστυχώς και
εργαλείο διαπαιδαγώγησης. Και όχι μόνο
στο στρατό όπου μπορεί κάποιος να
τιμωρηθεί και για πράγματα που δεν έχει
κάνει αλλά και στο χώρο της εκπαίδευσης,
και στα μικρά παιδιά. Αυτή τη μέθοδο
επέλεξε και η τρόικα και η ελληνική
κυβέρνηση για να γίνουν αποδεκτά τα
μέτρα. Σχεδόν έχει εγκαταστήσει
“φοβόμετρο” στο μέγαρο Μαξίμου που
χτυπάει συναγερμό όταν ο φόβος βρίσκεται
σε χαμηλό επίπεδο. Στην εκστρατεία φόβου
βέβαια είναι συντεταγμένα και τα ΜΜΕ.
Τα επιχειρήματα επαναλαμβάνονται
κουραστικά εδώ και δύο χρόνια. Μέτρα
αλλιώς θα χρεοκοπήσουμε, δεν θα πληρωθούν
οι μισθοί, θα κλείσουν τα πάντα, σχεδόν
θα γίνει εμφύλιος πόλεμος. Κάνουν πως
δεν καταλαβαίνουν πως ακριβώς με αυτά
τα μέτρα οδηγούμαστε στη χρεωκοπία. Και
σε κάποιο βαθμό τα κατάφεραν. Πολλοί
άνθρωποι καταλαβαίνουν πως η κυβέρνηση
ψεύδεται. Προτιμούν όμως να μην αντιδρούν
λέγοντας πως όσο δίκιο και να έχουμε η
κυβέρνηση θα κάνει την πολιτική της
άρα, να την ανεχθούμε μέχρι να περάσει
μόνη της αυτή η “χολέρα”. Γιατί η
αντίδραση μπορεί να φέρει την καταστροφή.
Είναι όπως όταν αποφεύγουμε να
διαμαρτυρηθούμε σε ένα ατζαμή οδηγό
λεωφορείου φοβούμενοι ότι αν φοβηθεί
και εκνευρισθεί μπορεί να ρίξει το
λεωφορείο στο χαντάκι. Η μετατροπή των
πάντων σε χρηματική αξία ενώ από τη μια
προκάλεσε ανάπτυξη της οικονομίας και
παραγωγή περισσότερου πλούτου συνολικά,
αύξησε το άγχος των ασθενέστερων
οικονομικά τάξεων περισσότερο στην
Ελλάδα που διαθέτει αμφιλεγόμενες
κοινωνικές υπηρεσίες. Σε μια εποχή που
η οικονομική κρίση συνδυάζεται με την
κατάρρευση του κοινωνικού κράτους το
άγχος και ο φόβος την ανέχειας και της
πείνας με ή χωρίς εισαγωγικά φθάνει στο
κατακόρυφο. Ο φόβος οδηγεί σε χαμηλή
αυτοεκτίμηση και σαν συναίσθημα που
δεν είναι οριοθετημένο τροφοδοτεί
φαντασιώσεις ολικής καταστροφής, κλίμα
πανικού, αναζήτηση προσωπικών λύσεων,
μείωση του φυσιολογικού εγωισμού και
της αξιοπρέπειας άρα και σε μείωση των
απαιτήσεων. Το σφυροκόπημα του κοινού
με αντιφατικές δηλώσεις και σενάρια
καταστροφής για την οικονομία ενώ μπορεί
να οφείλεται σε κυβερνητική ανεπάρκεια
αυξάνει το φόβο, άρα διευκολύνει την
κυβέρνηση στην άσκηση της αντιφατικής
πολιτικής της. Τελικά ο φόβος είναι
μια κατάσταση απ΄ όπου μπορεί να προκύψουν
οι πλέον αντιφατικές θετικές ή αρνητικές
συμπεριφορές.
Τι
κάνουμε; Ο φόβος
είναι ένα χρήσιμο συναίσθημα που μας
προειδοποιεί και μας προφυλάσσει από
κινδύνους ζημιάς ή καταστροφής. Η
ψύχραιμη εκτίμηση του κινδύνου μας
προφυλάσσει από υπερβολικές αντιδράσεις
(πανικό) ή από παθητική στάση που μπορεί
να είναι καταστροφική για εμάς αλλά –
στην περίπτωση – και για τα παιδιά μας.
Η αντίδραση μας δεν έχει (μόνο ) ιδεολογικό
περιεχόμενο, είναι μάχη επιβίωσης.
Αντιμετωπίζουμε το φόβο λοιπόν με λογική
και ψυχραιμία. Οι ομοβροντίες φόβου που
έχουμε δεχθεί με την κουραστική επανάληψη
του κινδύνου χρεωκοπίας ενώ κάθε μέρα
πλησιάζουμε σε αυτή καθιστούν άσφαιρα
τα επιχειρήματα της κυβέρνησης.
Σταθμίζουμε ψύχραιμα τον κίνδυνο και
επιλέγουμε. Σε περιόδους κρίσης η
παθητική στάση ανοίγει το δρόμο στα
χειρότερα.
Με
ενοχή Η
ενοχή
αντιπροσωπεύει μια αίσθηση ενδοψυχικής
έντασης, μερικές φορές γίνεται αντιληπτή
σαν μια καταστροφική απειλή για τον
εαυτό . Μπορεί επίσης να εκδηλωθεί
σαν ταπεινότητα, ταλαιπωρία, ανάγκη
τιμωρίας με τύψεις και αισθήματα
ανεπάρκειας. Η ενοχή ήτανε πάντα το
επόμενο εργαλείο μετά τον φόβο για τον
έλεγχο των αντιδράσεων. Η ενοχοποίηση
είναι μια διαδεδομένη πρακτική και των
γονέων και των προϊσταμένων για να
ελέγξουν τη συμπεριφορά των παιδιών ή
των υφισταμένων τους. Όποιος είναι
υπεύθυνος ή συνυπεύθυνος για μια
κατάσταση δεν μπορεί να διαμαρτύρεται
για αυτή. Μια κοινωνία λοιπόν φοβισμένη
και ενοχοποιημένη είναι μια κοινωνία
που μπορεί να δεχθεί τα πάντα. Στο
παρελθόν η κυβέρνηση έκανε πολιτική
στην οποία η αντιπολίτευση αντιδρούσε
και αυτή με πολιτικές θέσεις. Σήμερα
κάνει εντύπωση πως η πολιτική της
συγκεκριμένης κυβέρνησης είναι
ενορχηστρωμένη ψυχολογικά και ένα
δίκτυο από υπουργούς, υφυπουργούς, ΜΜΕ,
δημοσιογράφους είναι επιστρατευμένοι
στο να κάμψουν το ηθικό των αντιπάλων
τους ,να επιχειρήσουν ένα σχεδιασμένο
ψυχολογικό πόλεμο με όπλα τους την
ενοχή (πχ. μαζί τα φάγαμε). Είναι μια
μεθοδολογία που υπερβαίνει την ελληνική
πολιτική κουλτούρα . Όποιος είναι
ενοχοποιημένος δεν μπορεί να θυμώσει
ούτε να επαναστατήσει. Η
ενοχή ακυρώνει την αξιοπρέπεια, το
αίσθημα δικαίου (ποιο δίκιο να διεκδικήσει
κάποιος που είναι υπόλογος;), προκαλεί
μεγάλη ανοχή στην εξουσία:
“ο μπαμπάς μπορεί να θυμώνει και να
κακοφέρνεται αλλά είναι καλός και κάνει
ότι μπορεί. Όλοι είμαστε υπεύθυνοι για
την κατάσταση μας” Με αυτό τον τρόπο
οι πολίτες προσκολλούνται ακόμη
περισσότερο στο κόμμα γιατί φοβούνται
την εγκατάλειψη όσο θυμωμένοι και να
είναι μαζί του. Η ενοχή είναι επί πλέον
ένα συναίσθημα που βαθαίνει την
κατάθλιψη, την τάση προς τιμωρία (καλά
να πάθουμε τέτοιοι που είμαστε) το
αίσθημα αποτυχίας (που μπορεί να
συνδυάζεται με μια απόλυση ή το κλείσιμο
μιας επιχείρησης) και να αυξήσει τις
ιδέες αυτοκτονίας. Σε άλλες περιπτώσεις
μπορεί να προκαλέσει έναν ηθικό
μαζοχισμό, μια κατάσταση δηλαδή
ευχαρίστησης από τα κακά που μας
συμβαίνουν. Ο μαζοχισμός ταιριάζει
απόλυτα και με την καταθλιπτική ψυχολογία
γιατί ο καταθλιπτικός όταν τιμωρείται
ανακουφίζεται. Αυτές οι ψυχολογικές
συνθήκες μπορεί στο μέλλον να δημιουργήσουν
φανατικούς “αντι – αγανακτισμένους”
πολίτες που
να οργανώνουν επιθέσεις σε αγανακτισμένους.
Το προαναγγέλλουν άλλωστε και οι τρεις
υπουργοί στο κείμενο τους ( Διαναντοπούλου
– Λοβέρδος - Ραγκούσης): "Μια
κοινωνία που αγωνιά και αναζητεί
δημιουργικές διεξόδους από την κρίση,
προφανώς και δεν μπορεί να τα φορτώνει
όλα στην αστυνομία και τους εισαγγελείς.
Καμιά
εισαγγελική ή αστυνομική ενέργεια δεν
μπορεί να υποκαταστήσει την κοινωνική
αυτενέργεια.
Η μία δραστηριότητα, άλλωστε, συμπληρώνει
και στηρίζει την άλλη."
Η (σχετική) μόλις χθεσινή ευμάρεια
με τα κάθε είδους δάνεια και την πεποίθηση
των δανειζομένων ότι μπορούν να τα
ξεχρεώσουν αναβιώνει την ενοχή για το
προπατορικό αμάρτημα: το ότι κλέψαμε
αγαθά που δεν μας ανήκουν ακολουθώντας
τα λόγια του πειρασμού της απόλαυσης
και του καταναλωτισμού. Τα ΜΜΕ και η
κυβέρνηση χρησιμοποιούν την ενοχή
ελπίζοντας πως έτσι θα μετριάσουν το
θυμό και θα ελέγξουν την κατάσταση. Από
τη Μέρκελ μέχρι την “ελληνική” κυβέρνηση
διακηρύσσουν πως είμαστε τεμπέληδες.
Προσπαθούν να εξισώσουν τους καταχραστές
της εξουσίας και του δημοσίου χρήματος
με τους καταναλωτές υπηρεσιών τους
οποίους εκμεταλλεύτηκαν πετώντας τους
ένα κόκαλο, συχνά με αντάλλαγμα την
ψήφο τους.
Ο πολιτισμός βασίζεται σε ένα
άγραφο κοινωνικό συμβόλαιο. Κανένας
νόμος δεν ισχύει αν δεν γίνεται δια
λόγου αποδεκτός. Οι άνθρωποι μαθαίνουν
να λειτουργούν με συμβόλαια ήδη από την
παιδική ηλικία όταν διεκδικούν από τους
γονείς ένα προφορικό συμβόλαιο δίκαιης
μοιρασιάς των πόρων διαβίωσης της
οικογένειας.
Έτσι εγκαθίσταται το αίσθημα
δικαίου που σχετίζεται με την επιβίωση.
Ο θυμός και η οργή εμφανίζεται όταν
γίνεται μονομερώς (από τον πατέρα –
κράτος) αδικαιολόγητη αθέτηση του
συμβολαίου. Τα τέκνα – (πολίτες) βυθίζονται
στο άγχος ανησυχώντας για την επιβίωση
των ίδιων και των παιδιών τους. Σε αυτές
τις συνθήκες υπεισέρχεται και η έννοια
του μέλλοντος. Είναι κατανοητό πως ενώ
όλοι ξέρουμε πως ζούμε στο παρόν το
μέλλον είναι συνεχώς στην επικαιρότητα.
Γιατί έχουμε ανάγκη να επενδύουμε με
τη φαντασία μας σε ένα “καλύτερο μέλλον”.
Η πίστη σε ένα καλύτερο μέλλον κάνει το
παρόν ανεκτικό αφού με αυτή τη φαντασίωση
το παρόν είναι ένα διάλυμα και σε ένα
άγνωστο χρόνο τα πράγματα θα είναι πολύ
καλύτερα. Το “καλύτερο μέλλον”
απορροφά με αυτό τον τρόπο όχι μόνο τη
δυστυχία του παρόντος αλλά και τις
δυσκολίες προσαρμογής που υπάρχουν σε
ένα ευχάριστο παρόν. Σύσσωμη η κοινωνία
επενδύει στην προσδοκία ενός καλύτερου
μέλλοντος. Και περισσότερο όσον αφορά
τα παιδιά. Ο μεγάλος βαθμός ταύτισης
γονέων και παιδιών κάνει τα παιδιά
εντολοδόχους να ζήσουν ότι δεν πρόλαβαν
οι γονείς. Η επιτυχία και η ευτυχία των
παιδιών γίνεται και επιτυχία των γονέων.
Αυτή ακριβώς τη φαντασίωση έρχεται να
καταργήσει η προοπτική ενός χειρότερου
μέλλοντος. Η δύσκολη προοπτική της
οικονομίας και της κοινωνίας περισσότερο
σε μια περιοχή και εποχή όπου η ποιότητα
ζωής εξαρτάται πολύ από το οικονομικό
επίπεδο πυροδοτεί πολυεπίπεδο άγχος
γιατί ανοίγει πολλά ζητήματα: Υπαρξιακά
ζητήματα που οι γονείς είχαν αναθέσει
στην ευτυχία των παιδιών τους. Καταργεί
τη φαντασίωση ενός καλύτερου μέλλοντος
και μέσω αυτού επαναφέρει το υπαρξιακό
πρόβλημα που είχε ανακουφιστεί με αυτή
την προσδοκία. Η αγάπη των γονέων προς
τα παιδιά αυξάνει την αγωνία για πιθανή
δυστυχία των παιδιών πολύ περισσότερο
όταν αυτοί δεν θα είναι στη ζωή.
Το αίσθημα αδικίας από την
εναπόθεση των οικονομικών βαρών στους
ασθενέστερους,την αθέτηση υποσχέσεων
όπως επίσης και οι διάφορες τεχνικές
εκμετάλλευσης της κρίσης από τούς
επιτήδειους , η αδιαφάνεια και η ατιμωρησία
των υπευθύνων θυμώνει και εξοργίζει
πολλούς πολίτες. Ο θυμός και το αίσθημα
αδικίας δημιουργεί ανάγκη εκτόνωσης
που μπορεί να οδηγήσει σε βία. Αδιέξοδο,
κούραση και απογοήτευση προκύπτει όταν
η εκτόνωση του θυμού είναι αναποτελεσματική
και η κυβέρνηση συνεχίζει ανενόχλητη
το “έργο”
της. Τότε ο κόσμος σκέφτεται πως
“δεν γίνεται τίποτα” και μετά από
μερικές πορείες οι πολίτες επιστρέφουν
μπροστά στην τηλεόραση.
Τι
κάνουμε; Όταν
είμαστε θυμωμένοι επειδή αδικούμαστε,
λογικό είναι να κάνουμε κάτι για να
αναγκάσουμε τον υπεύθυνο να σταματήσει.
Τότε μόνο ηρεμούμε γιατί αποκαθίσταται
η αξιοπρέπεια μας και σταματάει η ζημιά.
Για να το πετύχουμε αυτό οι πράξεις μας
πρέπει να είναι αποτελεσματικές στην
ανατροπή της πρακτικής του αντιπάλου.
Η προσφυγή στη βία είναι ότι χειρότερο
γιατί παίζουμε με όρους που βάζει ο
αντίπαλος. Στο πεδίο της βίας το κράτος
είναι απείρως ισχυρότερο από εμάς, έχει
νομιμοποίηση, ξέρει ότι η ήτα μας είναι
δεδομένη. Γι' αυτό και επιδιώκει τη
βία. Δεν είναι πλέον οι γνωστοί –
άγνωστοι αλλά ένστολοι που ασκούν
απρόκλητη βία. Η μαζικότητα και η
συνέχεια την κινητοποιήσεων μας, η
αποτροπή της βίας, η συμπάθεια της
κοινής γνώμης είναι ότι χειρότερο για
τους εχθρούς μας. Στις πιο δύσκολες
καταστάσεις χρειάζεται η μέγιστη
ψυχραιμία γιατί οι πρωτοβουλίες πρέπει
να είναι στοχευμένες και βιώσιμες. Το
χάος πριμοδοτεί τους εχθρούς μας και
απομακρύνει τον κόσμο.
Η
αβεβαιότητα σχετικά με το άμεσο μέλλον
είναι η κύρια πηγή άγχους σε κοινωνικό
επίπεδο. Το άγχος μεγεθύνεται από τις
ανεξέλεγκτες αναγγελίες για επερχόμενη
καταστροφή. Ο φόβος και η συνειδητή
διασπορά του σε κοινωνικό επίπεδο από
την κυβέρνηση επιδιώκει να κάμψει το
ηθικό μας. Όταν όλοι είναι αγχωμένοι
το χειρότερο σενάριο θεωρείται πιο
πιθανό και το ατομικό άγχος αυξάνεται
γεωμετρικά.
Τι
κάνουμε; Δεν τους
φοβόμαστε. Όλοι
μαζί είμαστε πιο δυνατοί, ικανότεροι
και εξυπνότεροι από την κυβέρνηση και
τις αγορές. Η κοινωνική αλληλεγγύη, η
συλλογική αντιμετώπιση των προβλημάτων
είναι βασικοί τρόποι ανάσχεσης του
άγχους. Όταν ξέρουμε πως δεν είμαστε
μόνοι, ότι η μοίρα είναι κοινή αισθανόμαστε
ασφάλεια. Τα παραδείγματα εδώ είναι
πολλά και δοκιμασμένα σε άλλες ευρωπαϊκές
πόλεις: Πολιτικές και άλλες πρωτοβουλίες
(γεύματα ρεφενέ με μουσική και συζήτηση
για την οικονομία, χάρισμα αχρήστων σε
εμάς αντικειμένων, ανταλλαγή εξυπηρετήσεων
κλπ) μετατρέπουν το άγχος και τον φόβο
σε δημιουργική χαρά.
Ο
φόβος να χαθούν τα κεκτημένα σε επίπεδο
άνεσης της καθημερινής ζωής, η ανασφάλεια
για το μέλλον των ίδιων και των παιδιών
μας, ο πόνος της απώλειας, κυρίως η
έλλειψη ελπίδας και προοπτικής προκαλεί
αισθήματα απαξίωσης της ζωής με ότι
αυτή “περιέχει” (αγάπη, διασκέδαση,
σχέσεις κλπ.).
Το
μέγεθος της επίθεσης σχεδόν από όλο τον
πλανήτη στην ελληνική οικονομία μας
κάνει να αισθανόμαστε εξαιρετικά μικροί
απέναντι στους διώκτες μας. Αυτό
δημιουργεί μια έντονη αίσθηση αδυναμίας
και φόβου ότι αν δεν είμαστε “καλά
παιδιά” θα τιμωρηθούμε ή ότι η μαμά (οι
αγορές) θα μας αφήσουν νηστικούς (θα
χρεοκοπήσουμε). Η σύγχυση από αντιφατικές
δηλώσεις που κάνουν ορισμένες πολιτικές
δυνάμεις της χώρας οδηγεί σε αδυναμία
συγκρότησης μιας άποψης – απάντησης
στην κρίση, αίσθημα ήττας και παραίτηση
στους επιτιθέμενους (τις αγορές ) με την
ελπίδα να μας λυπηθούν.
Τι
κάνουμε; Οργανωνόμαστε
και χτίζουμε μια καινούρια ζωή. Η κρίση
μπορεί να γεμίσει τη ζωή μας με συζήτηση,
χιούμορ, κοινωνικές σχέσεις,
δημιουργικότητα. Ζούμε μια νέα
μεταπολίτευση. Όπως τότε έτσι και τώρα
μπορούμε να φτιάξουμε μια καλύτερη
χώρα, μια καλύτερη δημοκρατία, μια
καλύτερη ζωή. Η κρίση είναι μια ευκαιρία.